Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Η Ζωή που Δεν Εζησε...

Γαρμπής, Νοτιο-Ανατολικός Ανεμάς λέγει το Ανεμολόγιο. Κείνος ο διαολεμένος άνεμος που κουβαλούσε την υγρασία της θάλασσας. Ξύπναγε ο εφιάλτης του πόνου, απο κείνη την δυσπλασία ισχίου κατά την γέννα. Έκαμε κείνα τα πρώτα 25 και μετά 15 σκαλιά, μικρό Γολγοθά. Έκαμε κείνο το προαύλιο απρόσιτο, ίσα που κατάφερνε να βγει στον εξώστη στα διαλείμματα. Και στο σχόλασμα ξανά το ίδιο μαρτύριο για την Αγράμπελη.

Μόνη της παρηγοριά, ο Σπίνος. Αθόρυβος, σιωπηλός ,κουβαλούσε την τσάντα της, γινόταν το στήριγμα της όταν χρειαζόταν να περπατήσει. Ως αντάλλαγμα μοιράστηκε το ίδιο θρανίο. Ευκαιρία είπαν πολλοί, να τον μαζέψει, ώστε το μάθημα να κυλά ήρεμα.
Ενα σημείωμα για τα έργα -ημέραι των θεών του Ολύμπου, -ως η μυθολογία τα έχει παραθέσει-, αιτία κι αφορμή για μεγάλο σαματά.Τέλειωσε  με την γνώριμη κατάληξη, την Αγράμπελη να χτυπά με την τσάντα της στην πλάτη τον Σπίνο σπαρταρώντας στα γέλια,  και τον καθηγητή έξαλλο να τον πετά έξω απο την τάξη

Η Αγράμπελη συνέχισε τον δρόμο της Αριστείας, με βραβεία, επαίνους. Ο Σπίνος τον μαρτυρικό βασανιστικό δρόμο της μετριότητας. Είχε χρόνια να μάθει νέα της, σχεδόν είχαν ξεχαστεί τα πιότερα.Ο χρόνος άξενος φορές τρώγει πολλά απο τα μέσα μας.

Η Γκρίζα πόλη είχε γίνει το σπίτι της. Κεί δεν είχε την υγρασία της θάλασσας, κεί βρήκε την θέση της, καταξιωμένη πλέον επαγγελματίας στους ναούς της δικαιοσύνης, με την φήμη της ολο και πιότερο να γιγαντώνεται

Εμμελε σε ένα από αυτά τα κτίρια, να ξανά ανταμωθούν.Θυμόταν το μουρμουρητό, που συνόδευε τα βήματα της, στο πέρασμα της. Δεν πτοήθηκε διόλου απο το πολυπληθές ακροατήριο και απο τους σκυθρωπούς δικαστές. Της φώναξε για κείνο το ταξίδι απο τις ανεμοδαρμένες πλαγιές και τις χιονισμένες κορφές, στο απήνεμο, ακρογιάλι.Για κείνα τα βυθισμένα μαργαριτάρια.

Είδε την λάμψη στο πρόσωπο της. Ενα χαμόγελο κυριαρχούσε, δυό  ζευγάρια χέρια άνοιξαν και τους έκλεισαν μέσα τους, Δυό ζευγάρια βεγγαλικά μάτια άναψαν μια φωτιά που φώτισε όλα τα σκοτάδια μέσα τους.Και κείνα τα δάκρυα πια περίσσευαν , δεν είχαν τι άλλο να σμιλέψουν.

Σε ένα μικρό τραπεζάκι καφενείου , σε μια λευκή κόλλα χαρτί, με μια πένα στα δάχτυλα της, αποτύπωσε το σχέδιο ζωής με τους σταθμούς του. Μεθοδικά, συστηματικά, με επιμέλεια ως συνήθιζε. Απόφαση να βαδίσουν μαζί, να μοιραστούν γή και ουρανό, ψωμί και όνειρο. Μπόρα και λιοβασιλέματα, ήλιο και καταιγίδες.

Θα ήμουν εκεί, ο Σπίνος συνήθιζε να είναι βάρβαρος με τους κανόνες της γραμματικής. Μάταια η Αγράμπελη, ξεδίπλωνε την κανονικότητα, ως την όριζαν τα βιβλία συντακτικού. Το ξεροκέφαλο του δεν άλλαζε εύκολα ρότα, είχε την μαγεία της, έλεγε συχνά-πυκνά αυτή η διατάραξη της κανονικότητας.

Θα ήμουν εκεί , σε εκείνο το παγωμένο πρωινό, όπου η δυσπλασία δεν της επέτρεψε να αποφύγει, το λεωφορείο με τα σπασμένα φρένα. Θα ήμουν εκεί ,και εσύ θα ήσουν όνομα ανάμεσα σε τραυματίες ή διασωθέντες, και όχι ως νεκρή.

Θα ήμουν εκεί στον νεκρικό θάλαμο, όταν τα χέρια σου είχαν σημάνει μεσάνυχτα στους δείκτες του ρολογιού του ουρανού. Όταν μόνη,τσακισμένη ξαπλωμένη στην παγωμένη ερημιά του.

Θα ήμουν εκεί, όταν στρατιές αγγέλων ανέμεναν να παραλάβουν την ψυχή της, και να την οδηγήσουν σιμά τους.

Θα ήμουν εκεί όταν ο ψυχρός κρότος του χώματος, θα σε σκέπαζε.

Θα ήμουν εκεί, καθώς είχαν στερέψει σε όλους τα δάκρυα, όταν είχαν πάψει οι φωνές, σε κείνη την απόλυτη σιωπή όμοια με του αρχαίου δράματος.

Θα ήμουν εκεί. σε εκείνες τις χαραυγές, που ο Γαρμπής θα έφερνε την υγρασία της θάλασσας, να σε πάρω στην πλάτη μου, και ως Δροσουλίτης λαβωμένος  να σε οδηγήσω εκεί στο πυκνό, όπου θα είσαι για πάντα γαλήνια και προστατευμένη, μονολόγησε

Η ζωή είναι ότι πιο φασιστικό συνάντησε ο Σπίνος.Το βρήκε γραμμένο παντού σε βιβλία. Το απάντησε, σε ιστορίες ανθρώπων. Δεν καλούμαστε να διαχειριστούμε απώλειες έγραφαν. Ούτε καν να τις κουβαλήσουμε. Καλούμαστε να τους δώσουμε την προέκταση ζωής, αυτά που δεν έζησαν, να πραγματωθούν μέσω εμάς. Παράγουν,γεννούν ζωή διαρκώς.

Οι ψυχές των ανθρώπων που χάθηκαν άδικα, σε μια ζωή γεμάτο νόημα, μας συντροφεύουν σε κάθε βήμα μας, του είπαν. Ζούμε και τα όνειρα τους, γιατί απλά είναι και δικά μας όνειρα. Χρέος μας να αποκαλύπτουμε την κάθε στιγμή πόσο άξιοι μαχητές είμαστε. Να μην αφήνουμε την κοινωνία και εμάς, χωρίς το ελάχιστο ελπίδας, στιγμή στην καθημερινότητα μας. Τίποτα δεν πάει χαμένο γιατί απλά δεν είναι χαμένο..

Η Αγράμπελη ξεχάστηκε  απο τους πιότερους. Δεν ξανάκουσε για δεκαετίες το όνομα της,
Κρίμα κι άδικο μονολόγησε, καθισμένος σε κείνο το πέτρινο πεζούλι, κει στον Αι-Λιά, με αγνάντιο το πέλαγος και τις τέσσερις άκρες του ορίζοντα. Μπροστά του η οστεοθήκη, με οτι είχε απομείνει απο το πιο όμορφα πλάσματα, που συνάντησε στον χρόνο και τον χώρο.