Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Όλες οι συμφορές στον κόσμο απ’ τα παρακάλια έγιναν.

Σκεφτόταν φορές την δίψα που γεννούσε η προσδοκία. Εκείνη η αίσθηση πως η ζωή θα αποκτήσει την γυαλάδα που της αξίζει.Πως η ανύπαρκτη αχτίδα, θα γίνει εκείνο το φώς που θα τον ζέσταινε, ως τα μύχια της ύπαρξης του. Μα πάλι θα του αρκούσε να αχνοφέγγει έστω και μακριά. Εκείνο το μαύρο, είχε μπουχτίσει. Είχε κάμει το μέγα λάθος να την ταυτίσει με την αγνότητα,με την αθωότητα.Είχε ξεχάσει πως το αντάλλαγμα θα ξεπερνούσε οτι διέθετε, και θα άγγιξε ακόμα και εκείνα τα κουρέλια της ψυχής του. Απορούσε για το ποιά αξία θα έπιαναν τούτα, στο τραπέζι των αργυραμοιβών. Γιατί τα ζητούσαν τόσο έντονα, υπάρξεις που βίωναν όλα αυτά που σε αυτόν φαινόταν επικά; Τι αξία είχαν τα κουρέλια του, μπροστά στα πολύ καλά και ακριβά τους υπάρχοντα; Ολα τούτα για μια προσδοκία;

Θυμόταν εκείνα τα παραμύθια που δεν είχε ακούσει απο χείλη. Που είχε δεί σε εκείνα τα σκονισμένα βιβλία, με τα φύλλα κίτρινα, ξεθωριασμένα. Δεν του είχαν πεί, πως η φαντασία είναι το πιο άγριο άτι, δεν καλπάζει σε ανοιχτωσιές, μα ψάχει τις σπηλιές, να βρει τα πιο σκοτεινά σημεία, και εκεί χώνεται. Και χάνει τον δρόμο της επιστροφής και παγιδεύεται.

Δεν γνώριζε πως τα πιο πιο μακρινά ταξίδια μπορεί να αποδεικνύονταν ένα τσιγάρο δρόμος.Πως ο λύκος και οι κακοί, δράκοι δεν ήσαν αυτοί που φαινόνταν αλλά αυτοί που θα ερχόνταν φορώντας την προβιά της καλοσύνης και της άδολης αγάπης.Κανείς δεν του είχε πεί την αλήθεια, τα παιδικά βιβλία δεν την έγραφαν, οι ανθρώποι δεν την έλεγαν, ήταν ανέτοιμος για τέτοιο βάσανο

Και ήρθε η ακύρωση της κάθε προσδοκίας, ξανά και ξανά. Ισαμε που να αναρωτιέται, για το αν αυτός ο κόσμος ήταν φτιαγμένος για αυτόν; αν άξιζε σε αυτή την ζωή, για αυτή την ζωή.Να αγωνιάς να αναπνεύσεις, και κεί που αρχίζει ο καθαρός αγέρας και ξεχύνεται, να ακυρώνονται όλα και αν ξαναρχίσει το βάσανο. Το επουράνιο σχέδιο, το μαρτύριο της σταγόνας.

Τι να αντιτάξεις; Ποιά πανοπλία να φορέσεις, τι να πείς ;τι κρικέλια να φτιάξεις για να κρατηθείς;
Να παρακαλέσεις;  αν παρακαλέσεις τόσο ίσαμε να σιχαθείς τον εαυτό σου, απο το απόλυτο της υποταγής, της παράδοσης, της αποδοχής της σκιάς του τρόμου, της ασφυξίας; τι θα σου απομείνει;

Και ήξερε πως να πάλι όχι, δεν είχε αλλού δεν είχε αλλιώς μόνο εδώ, αυτη την ζωή που του έλαχε, αυτή θα ζούσε αυτή θα παρέδιδε.Και δεν είχε και πολλά να πεί

Την απάντηση έμελλε να την δώκουν εκείνα τα γερασμένα σκαριά του χτές. Άνθρωποι με βαριά βήματα, με κυρτούς ώμους, με ροζιασμένα χέρια, με σκαμμένα μέτωπα, με εκείνη την μοναδική γυαλάδα στα μάτια.Οχι σαν εκείνους που Σκυφτοί περάσανε και δειλοί φύγανε, μ’ έναν ίσκιο στα μάτια.Σε ένα ψέμμα βουτηγμένoι, σε ένα ομοίωμα που το έλεγαν ζωή. Επαίτες διαχρονικοί και λιποτάχτες

Εμελλε να την δώκουν οι ήρωες που ξεπηδούσαν απο τα πιο καθαρά βιβλία, απο τις πένες ανθρώπων που προσέδωσαν στην ζωή την υπέρτατη διαχρονική της αξία. Άλλοτε με βιωματική γραφή, άλλοτε με όσα απο όσα πίστεψαν,άκουσαν, τους είπαν.Κείνοι που κράτησαν την ορμή της μπόρας, που δεν βουτήχτηκαν στην λάσπη.

Παρέδωκαν:
-Ἀντέταξε τὸ ἀδιαπραγμάτευτο ἦθος, με όποιο τίμημα αὐτὸ συνεπάγεται.Την σιωπὴ ὡς συνειδητὴ ἐπιλογή, Τὴν γύμνωση χωρὶς περιστροφές. Δοκίμασε ἐπίμονα τα ὅρια καὶ τέντωσε τις ραφὲς ίσαμε με εκεί που δεν παίρνει. Σκίσε με τα μάτια σου τα όποια παραπετάσματα κλείνουν τον ανοιχτό ορίζοντα.  Κράτα τον πυρήνα της ψυχής σου απρόσβλητο, το αξιακό σου φορτίο αδιαπραγμάτευτο. Δεν είσαι εδώ για να σε καταλάβουν οι πιότεροι, πόσο δε να προσμένουν συ να τους καταλάβεις.

Και πάρε την σκέψη της δίκοπης ζωής, εκείνη με την πιο αιχμηρή κόψη, και χαράκωσε ανεξίτηλα οτι  διαχωρίζει το προσωπικὸ απο τὸ συλλογικό. Στάσου απέναντι στην ήττα αγέρωχα, και ας το φάσμα της σε ξεπερνά, και σκιάζει τα πάντα. Γιατί απλά είναι παροδική. Γιατί απλά τα όπλα της σύντομα θα σιγάσουν, και οι ιδέες της θα χρεοκοπήσουν.

***
Ο Μαχάτμα Γκάντι είχε δηλώσει πως «η φτώχεια είναι η χειρότερη μορφή βίας, θεωρώντας πως πρόκειται για μια μορφή μεταμφιεσμένης δουλείας. Η εξέλιξη της ανθρώπινης ζωής σε μεγάλο βαθμό
τον διέψευσε. Σε χειρότερη μορφή βίας αναδείχθηκε το εμπόριο ελπίδας. Μια μορφή μεταμφιεσμένης δουλείας, των κοινωνικά αδύναμων, των ευάλωτων, που ξεφτιλίζει τον ανθρώπινο πολιτισμό  Με θύτες τους κρατούντες, τους έχοντες κατέχοντες την όποια εξουσία. Μια εξουσία που τους επιτρέπει διαχρονικά να ανοιγοκλείνουν την στρόφιγγα "οξυγόνου", βασανιστικά στά όρια του σαδισμού. Με το "θύμα" να ζεί την απόλυτη αγωνία και τον θύτη να απολαμβάνει το απόλυτο της ηδονής της εξουσίας του.