Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Βουβός Σπαραγμός

Για μια ακόμη φορά τον είχαν μεταφέρει στο κελί των μελλοθανάτων. Αρχιζε πάλι η διαδικασία του "η τελευταία φορά". Το τελευταίο τσιγάρο, το τελευταίο τραγούδι, το τελευταίο ταξίδι του μυαλού στο χωριό του. Το στερνό αντίο στα φίλια πρόσωπα, η στερνή ανάμνηση της αγαπημένης, το στερνό Ταμείο της ζωής. Η απώτατη απογοήτευση μα και συνάμα και η τελική λύτρωση. Η έσχατη απόγνωση μα συνάμα και η πλέρια απελευθέρωση απο το μαρτύριο του.Η παραμονή του, στο κολαστήριο τελείωνε


Δεν δεχόταν καμιά συντροφιά, παραβιάζοντας και αυτόν τον άτυπο κανόνα της φυλακής. Απαρνιόταν ευγενικά και τις τελευταίες προσφορές των δεσμοφυλάκων. Με την γαλήνη του είχε κερδίσει την εκτίμηση όλων.

Το πρωί το ανατριχιαστικό τρίξιμο της κλειδαριάς, οι τελευταίοι περήφανοι βηματισμοί στον υγρό διάδρομο και εκείνος ο σπαρακτικός αποχαιρετισμός σε συντρόφους, με την υπόσχεση της συνέχειας του αγώνα.

Ανάλαφρος όδευε πρός την εκτέλεση, γνωρίζοντας πως είχε κάνει το χρέος του απέναντι στον εαυτό του και τον Ανθρωπο, απέναντι σε συντρόφους,πατρίδα και κοινωνία/

Εφιαλτικά κυλούσαν οι ώρες, τα καμιόνια επέστρεφαν και ώ του θαύματος τον έφερναν πίσω
Διέσχιζε ξανά την ίδια διαδρομή πρός το κελί του. με τον ίδιο ρυθμό βημάτων με την ίδια αλύγιστη ματιά, με το ίδιο καθάριο βλέμμα

Ο άνθρωπος που ήξερε για που πήγαινε και που ξαναερχόταν, έτσι είπαν. Αρχιζε τα πειράγματα , τα αστεία. Ξέθαβε κάθε παιδική παλαβομάρα του και την ξεδίπλωνε. Μοίραζε απλόχερα τον ψυχικό του και συναισθηματικό του κόσμο, το γέλιο του/ Ολοι έλεγαν θεοπάλαβος, σαλταρισμένος.

Μόνος εκείνος ήξερε πως γυρνώντας πίσω στο κελί, εκεί που το μεταλλικό δίχτυ στο παράθυρο τεμάχιζε Ουρανό ,Ορίζοντα και Ηλιο, θα διπλωνόταν απο πόνο, πίκρα και απόγνωση

Ενα μοναχικό μαρτύριο που ποτέ δεν έμαθαν οι γύρω του.Σπαρταρούσαν τα μέσα του, τόσο που τραντάζονταν ακόμα και οι πέτρινοι τοίχοι, που τον κρατούσαν δέσμιο.

Πλέον τίποτα δεν ήταν το ίδιο.Αυτό που τον πονούσε πιότερο ήταν ο ύπνος.Με διαλείμματα, ανάμεσα σε όνειρα, εφιάλτες, παραισθήσεις,Τον στοίχειωνε το αλάνθαστο της διαίσθησης.
Ελεγε συχνά-πυκνά έχω πάγει πολλές φορές στην κηδεία μου, μα δεν θυμάμαι να το χώμα να σκεπάζει το θλιβερό μου σαρκίο, έτσι  πάντα γύριζα .

Η Ιστορία επαναλήφθηκε 4-5 φορές. Ο κυρ-Αλέκος στάθηκε τυχερός. Ελαχε σε αυτόν να παρακολουθήσει την τελευταία παρέλαση του ήλιου απο την βεράντα του σπιτιού του. Εφυγε τα χαράματα, γαλήνια και ήρεμα όπως ήθελε να ζήσει, μα δεν του επέτρεψαν οι δίσεκτοι καιροί.